ἐγκαθιδρύσει

ἐγκαθιδρύσει
ἐγκαθιδρύ̱σει , ἐγκαθιδρύω
erect
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐγκαθιδρύ̱σει , ἐγκαθιδρύω
erect
fut ind mid 2nd sg
ἐγκαθιδρύ̱σει , ἐγκαθιδρύω
erect
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ναμίμπια — Κράτος της νοτιοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αγκόλα και με τη Ζάμπια, Α με την Μποτσουάνα και με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Ν με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Προσαρτημένη, ουσιαστικά, στη… …   Dictionary of Greek

  • απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • ναζισμός — Βλ. λ. εθνικοσοσιαλισμός. * * * ο η ιδεολογία και το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει το Ναζιστικό (Εθνικοσοσιαλιστικό) Κόμμα τού Αδόλφου Χίτλερ στη Γερμανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nazism < Nazi… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • Άισνερ, Κουρτ — (Kurt Eisner,Βερολίνο 1867 – Μόναχο 1919). Γερμανός σοσιαλιστής συγγραφέας και πολιτικός. Διετέλεσε συντάκτης του Φόρβερτς (1898) από το οποίο αποχώρησε το 1906. Εγκαταστάθηκε τότε στο Μόναχο, όπου εργάστηκε σε εφημερίδα. Το 1918 φυλακίστηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Αντόρνο, Γκαμπριέλε — (Gabrielle Adorno, μέσα 14ου αι.).Δούκας της Γένοβας (αναφέρεται και ως Αντόρνι). Πήρε μέρος παρασκηνιακά στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 1347 στην Κρήτη, με σκοπό να αποσπάσει το νησί από τους Ενετούς και να εγκαθιδρύσει σε αυτό καθεστώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”